Δωρίων — (1ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας. Στο σύγγραμμά του Περί ιχθύων αναφέρονται οι ονομασίες και οι κατηγορίες των διαφόρων ψαριών, ενώ παρατίθενται και γαστρονομικές πληροφορίες … Dictionary of Greek
Δωριῶν — Δωρίζω imitate the Dorians in life fut part act masc nom sg (attic epic doric) Δωριάζω dress like a Dorian girl fut part act masc voc sg Δωριάζω dress like a Dorian girl fut part act neut nom/voc/acc sg Δωριάζω dress like a Dorian girl fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωρίων — Δώριος fem gen pl Δώριος masc/neut gen pl Δώριος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρίων — δωρέω give pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MYRUS — Graece Μύρος, muraena dentata est, καρχαρόδους proin Aristoteli, utpote dentes habens ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Muraenarum enim aliae dentatae sunt. Athen. l. 7. ubi ait. τῶ μυραινω ν δακούσας ἀναιρεῖν τὰς ἐξ ἔχεως; aliae edentulae. Quas ita quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
γάδος — ο (Α γάδος) ο μπακαλιάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε… … Dictionary of Greek